οἶκος

οἶκος
οἶκος, ,
A house, not only of built houses, but of any dwelling-place, as that of Achilles at Troy (v. κλισία), Il.24.471,572, cf. S.Aj.65 ; of the Cyclops' cave, Od.9.478 ; of a tent, LXXGe.31.33 ; οἶκον ἱκάνεται is coming home, Od.23.7 ; εἰς or

ἐς οἶκον A.Eu.459

, S.Ph.240 ;

πρὸς οἶκον A.Ag.867

, S.OT1491, etc. ;

κατ' οἶκον Id.El.929

, etc. ;

κατ' οἶκον ἐν δόμοις Id.Tr.689

; οἱ κατ' οἶκον ib.934 ;

αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι Th.2.60

;

τἂν οἴκῳ A.Ch.579

;

ἐν οἴκῳ καθεύδειν Antipho 2.1.4

,8 ;

οἱ ἐν οἴκῳ PCair.Zen.93.10

(iii B.C.); ἐξ οἴκου ἀποδημεῖν ib.44.23 (iii B.C.) ; ἐπ' οἴκου ἀποχωρῆσαι go home wards, Th.1.87, cf. 30, 108,2.31, etc. ; ἀπ' οἴκου from home, Id.1.99, etc. ; cf. οἰκία.
b freq. omitted after εἰς or ἐν, v. εἰς 1.4c,

ἐν A.1.2

.
2 room, chamber, Od.1.356, 19.514,598 ;

οἶ. θερμός Dsc.2.164

; dining-hall,

ἑπτάκλινος οἶ. Phryn.

Com.66, X.Smp.2.18; room in a temple, IG42(1).110A27, al.(Epid., pl.) : pl. οἶκοι freq., = a single house, Od.24.417, A.Pers.230,524, etc.; κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων domestic griefs, Id.Ag.1554 (anap.);

ἀπ' οἴκων S.Aj.762

; ἐς or πρὸς οἴκους, Id.Ph.311,383 ; κατ' οἴκους at home, within, Hdt.3.79, S.Aj.65, Mnesim.4.52.
3 of public buildings, meeting-house, hall,

οἶ. Κηρύκων IG22.1672.24

; Δεκελειῶν ib. 1237.33 ; of treasuries at Delos, JHS25.310, al., cf. Hsch. s.v. θησαυρός ; ἐγκριτήριοι οἶ., v. ἐγκριτήριος ; temple, IG 4.1580 ([place name] Aegina), Hdt.8.143
, E.Ph.1373, Ar.Nu.600 ;

οἶ. τεμένιος ἱερός SIG987.3

, cf. 25 (Chios, iv B.C.) ;

ἐν τῷ οἴ. τοῦ Ἄμμωνος UPZ79.4

(ii B.C.) ;

ὁ οἶ. [τοῦ θεοῦ] Ev.Matt.21.13

, al. ; of a funerary monument, BCH2.610 ([place name] Cibyra), 18.11 ([place name] Magnesia) ; ἀΐδιοι οἶ., i.e. tombs, D.S.1.51.
4 cage for birds, Id.13.82 (s.v.l., οἰκ<ίσκ>ῳ Valck.); beehive, Gp.15.2.22.
5 Astrol., domicile of a planet, PLond.1.98r.12, al.(i/ii A.D.), Ael.NA12.7, Vett.Val.7.25, Man.2.141, Eust.162.2.
II one's household goods, substance (cf.

οἴκοθεν 2

),

οἶ. ἐμὸς διόλωλε Od.2.64

;

ἐσθίεταί μοι οἶ. 4.318

;

καὶ οἶ. καὶ κλῆρος ἀκήρατος Il.15.498

;

οἶκον δέ κ' ἐγὼ καὶ κτήματα δοίην Od.7.314

, cf. Hdt.3.53, 7.224, etc.: in [dialect] Att. law, estate, inheritance,

οἶκον κατασχεῖν τινος And.4.15

, cf. Lys.12.93, Is.5.15, D.27.4, etc. ;

οἶ. πέντε ταλάντων Is.7.42

; cf. οἰκία.
III a reigning house,

οἶ. ὁ βασιλέος Hdt.5.31

, cf.6.9, Th. 1.137
, Isoc.3.41 ;

Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρον A.Ch.862

(anap.), cf. S.Ant.594(lyr.) ; also of any family, Is.10.4, LXXGe.7.1, D.H.1.85 ; οἶ. Σεβαστός, = domus Augusta, Ph.2.520 ;

οὐδενὸς οἴκου δεύτερον γενόμενον IG42(1).84.32

(Epid., i A.D.) ; τοὺς πρώτους τᾶς πόλιος οἴκους ib.86.15(ibid., i A.D.). (Orig. ϝοῖκος, cf. ϝοίκω, οἰκία : cf. Skt. veśás, viś- 'house', Lat. vicus, vicinus, etc.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οἶκος — house masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο 1. οικία, σπίτι, σπιτικό, οίκημα. 2. γένος, οικογένεια, γενιά, σόι, τζάκι: Κατάγεται από τον οίκο των Σούτσων. 3. μεγάλη οργανωμένη εμπορική επιχείρηση: Εκδοτικός οίκος. 4. (εκκλησ.), τροπάρι. 5. φρ., «οίκος Θεού», ο ναός· «οίκος τυφλών»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκός — ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) εἰκός like truth perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοχής, οίκος — Βλ. λ. πορνεία …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • Λουξεμβούργου, οίκος του- — Βασιλική οικογένεια της Ευρώπης. Έλαβε την ονομασία της από τον πύργο Λίτσελμπουργκ, ο οποίος βρισκόταν στο δουκάτο της Λορένης. Ο πρώτος που έλαβε το όνομα αυτό ήταν ο Ζίγκφριντ, το 963, πρώτος κόμης του Λουξεμβούργου. Η γραμμή αρρενογονίας… …   Dictionary of Greek

  • οἶκοι — οἶκος house masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶκον — οἶκος house masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • κάτοικος — ο, η (ΑΜ κάτοικος) αυτός που έχει την κατοικία του σ έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.) αρχ. (το αρσ. πληθ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”